- -λόγι
- και -λόινεοελλ. β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. -λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω, συγκεντρώνω»), από όπου εξελίχθηκε σημασιολογικά σε επίθημα δηλωτικό πλησμονής (πρβλ. -θεμι, -λάσι, -μανι). Η μορφή -λόι < -λόγι με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -γ- (πρβλ. λέγω > λέω).ΣΥΝΘ. αναλόγι, ανεμολόγι, αρχοντολό(γ)ι, γυναικολόι, γυφτολόι, ευχολόγι, ζυγολόγι, κοκκολόι, κομπολό(γ)ι, κουβεντολό(γ)ι, μελισολόι, μοιρολό(γ)ι, παιδολόι, παπαδολό(γ)ι, ρολό(γ)ι, σκουπιδολόι, σκυλολόι, συγγενολό(γ)ι, συμπεθερολόι, χαμολόγι, ψιλολόι, ωρολόγι.
Dictionary of Greek. 2013.